- κακοψύχι
- τό1) проклятие; 2) πλ. позывы к рвоте (у беременной)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοψύχι — το [κακοψυχώ] 1. κατάρα που απευθύνεται σε κάποιον να έχει κακό η ψυχή του, να κακοθανατίσει 2. η τάση τών εγκύων για εμετό, η ναυτία τής εγκυμοσύνης … Dictionary of Greek